- ψυχίατρος
- οο νευρολόγος γιατρός που ασχολείται με τη θεραπεία των ψυχοπαθειών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχίατρος — ο, η, Ν γιατρός ειδικευμένος στην ψυχιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychiatre (< ψυχή + ιατρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγν. Μοσχάκη] … Dictionary of Greek
Σαρκό — (Charcot). Επώνυμο δύο διάσημων Γάλλων επιστημόνων. 1. Ζαν Μαρτέν. Νευρολόγος και ψυχίατρος (Παρίσι 1825 Νιεβρ 1893), θεμελιωτής βασικών κατευθύνσεων της σύγχρονης νευροψυχιατρικής. Καθηγητής της παθολογικής ανατομίας σε ηλικία 35 ετών,… … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… … Dictionary of Greek
νευροψυχίατρος — ο, η γιατρός ειδικευμένος στη νευροψυχιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuropsychiatrist < νευρ(ο) * + ψυχίατρος] … Dictionary of Greek
παιδοψυχίατρος — ο, η ψυχίατρος που ασχολείται ειδικά με τις ψυχικές παθήσεις τών παιδιών … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek
υπνοθεραπεία — (Ιατρ.). Μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων ψυχικών ασθενειών. Πριν από πολλά χρόνια είχε αναγνωριστεί η θεραπευτική σημασία του ύπνου, η εφαρμογή όμως της υ. έγινε μετά την ανακάλυψη των υπνογόνων φαρμάκων. Η μέθοδος της υ.… … Dictionary of Greek
ψυχιατρείο — το, Ν [ψυχίατρος] θεραπευτήριο για ψυχοπαθείς … Dictionary of Greek
ψυχοβιολογία — η, Ν ψυχιατρική σχολή που θεμελίωσε ο Ελβετοαμερικανός ψυχίατρος Άντολφ Μάγιερ και η οποία θεωρεί τον άνθρωπο ως πλήρως ενιαία, από ψυχολογική και βιολογική άποψη, οντότητα, αλλ. βιοψυχολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psychobiology… … Dictionary of Greek